Το 2020 θα μείνει στην ιστορία ως η πιο δραματική χρονιά των τελευταίων δεκαετιών τόσο για την ανθρωπότητα όσο και για την παγκόσμια οικονομία. Η υγειονομική κρίση που συνεχίζουμε να βιώνουμε έχει ανατρέψει σταθερές, συνήθειες και δραστηριότητες αλλάζοντας σημαντικά τον τρόπο ζωής μας.
Ταυτόχρονα, το 2020 μπορεί άνετα να χαρακτηρισθεί ως η συναρπαστικότερη για τις αγορές χρονιά με τις εντυπωσιακές σε ταχύτητα και ένταση εναλλαγές της επενδυτικής διάθεσης, με την κεφαλαιοποίηση των παγκόσμιων μετοχών να υποχωρεί, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, κοντά στα 61 τρισ. δολάρια στις 23 Μαρτίου και στο τέλος του 2020 να ξεπερνά το ορόσημο των 100 τρισ. δολαρίων.
Υπό την απειλή της υγειονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις βρέθηκαν σε μια πρωτοφανή κατάσταση που από τη μία έπρεπε να προφυλάξουν τους πολίτες τους και από την άλλη να διατηρήσουν ένα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας. Η άγνοια για την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα ήταν ο λόγος της μεγάλης πτώσης των αγορών από το τέλος του Φεβρουαρίου και για διάρκεια ενός μηνός, ενώ οι συντονισμένες ενέργειες των Κεντρικών τραπεζών και τα τεράστια προγράμματα δημοσιονομικής υποστήριξης αντέστρεψαν το αρνητικό κλίμα.
Η ανακοίνωση έγκρισης του πρώτου εμβολίου στις 9 Νοεμβρίου, αναπτέρωσε τις ελπίδες για σημαντική ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2021, με αποτέλεσμα πολλοί μετοχικοί δείκτες να καταγράψουν ιστορικά υψηλά.
Η νέα χρονιά ξεκίνησε με μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία κρατών και οργανισμών για τον εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού, με στόχο την όσο το δυνατόν συντομότερη επίτευξη ανοσίας και την πολυπόθητη επιστροφή στην κανονικότητα, ενώ οι αγορές δείχνουν να έχουν προεξοφλήσει μεγάλο μέρος της αισιοδοξίας του επενδυτικού κόσμου για το 2021.
Οι δραματικές εξελίξεις στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ λόγω της εισβολής οπαδών του Trump δεν εμπόδισαν τελικά την επικύρωση της εκλογής Biden σε συνέχεια της ψηφοφορίας στην Τζόρτζια, µε τους ∆ηµοκρατικούς να ελέγχουν τελικά και τη Γερουσία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι το έργο της νέας κυβέρνησης διευκολύνεται σημαντικά καθώς θα μπορεί να εγκρίνει πιο εύκολα και γρήγορα, μεγαλύτερα ποσά τόνωσης της οικονομίας ενώ η οριακή πλειοψηφία, μέσω της ψήφου της αντιπροέδρου της Αμερικανικής κυβέρνησης Kamala Harris, δεν επιτρέπει εντυπωσιακές αυξήσεις στη φορολογική πολιτική.
Το τέταρτο τρίμηνο του 2020 και το πρώτο τρίμηνο του 2021, η Αμερικανική οικονομία αναμένεται να καταγράψει σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Από το δεύτερο τρίμηνο και έπειτα, οι μαζικοί εμβολιασμοί και το νέο δημοσιονομικό πακέτο στήριξης ύψους $1,9 τρισ. αναμένεται να επιδράσουν σημαντικά στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αναμένεται να συνεχίσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023 και σε κάθε περίπτωση, έως ότου καταγραφεί σημαντική περαιτέρω πρόοδος στη σταθερότητα των τιμών και τις συνθήκες πλήρους απασχόλησης στην αγορά εργασίας. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ στις ΗΠΑ αναμένεται να επιταχυνθεί κατά 5,1% το 2021 σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, μετά από εκτιμώμενη πτώση της τάξης του 3,5% το 2020.
Στην Ευρωζώνη, το μέγεθος της ύφεσης το 2020 αλλά και η ταχύτητα της εκτιμώμενης ανάκαμψης το 2021, αναμένεται να διαφέρουν μεταξύ των κρατών-μελών, αντικατοπτρίζοντας τον αντίκτυπο της κρίσης στα συστήματα δημόσιας υγείας, την αυστηρότητα και το χρονοδιάγραμμα των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, το μέγεθος και τη σύνθεση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, καθώς και την κλαδική σύνθεση του ΑΕΠ κάθε χώρας. Συνολικά, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά 3,8% το 2021, μετά από ύφεση της τάξης του 6,8% το 2020 σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην τελευταία της συνεδρίαση, διατήρησε τα επιτόκια και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων σταθερά, ενώ έχει ξεκινήσει η συζήτηση γύρω από τον χρονισμό της αντιστροφής της χαλαρής νομισματικής πολιτικής (tapering) όταν οι συνθήκες ανάπτυξης το επιτρέψουν.
Παρά την εμπορική συμφωνία που επετεύχθη την Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συζητήσεις επί ουσιαστικών λεπτομερειών συνεχίζονται καθώς αρκετά θέματα, όπως ο χρηματοοικονομικός τομέας είναι υπό διαπραγμάτευση. Σύμφωνα με το βασικό περίγραμμα της συμφωνίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει πρόσβαση χωρίς δασμούς και ποσοστώσεις για τα Βρετανικά προϊόντα, ενώ η Βρετανία δέχεται να διατηρήσει τις διατάξεις του ισότιμου ανταγωνισμού με την ΕΕ, κάτι που προϋποθέτει ότι θα διατηρήσει τα ισχύοντα πρότυπα στην αγορά εργασίας, στο περιβάλλον και στις κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις. Σε περίπτωση που η Βρετανία αποκλίνει με τρόπο που να επηρεάζει το διμερές εμπόριο, θα υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθούν δασμοί, με βάση έναν νέο μηχανισμό διαιτησίας, εντελώς ανεξάρτητο από το Δικαστήριο της ΕΕ.
Σε επίπεδο εταιρικών ανακοινώσεων, έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα τα δύο τρίτα των εταιριών του S&P 500, με την πλειοψηφία (>80%) να δίνει θετικές εκπλήξεις (από τα μεγαλύτερα ποσοστά από το 2008). Οι αναλυτές εκτιμούν πλέον άνοδο στα κέρδη του δείκτη το δ’ τρίμηνο (+4,8%), που αναμένεται να οδηγήσει σε υποχώρηση 12,8% για το σύνολο του 2020. Για το 2021, εκτιμάται ανάκαμψη κατά 23,1%.
Η νέα χρονιά επίσης χαρακτηρίζεται από έναν σημαντικό εκλογικό κύκλο στην Ευρώπη, με τις γενικές εκλογές Μαρτίου στην Ολλανδία, τις περιφερειακές εκλογές Ιουνίου στη Γαλλία και τις γενικές εκλογές Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, ενώ η πολιτική ισορροπία παραμένει εύθραυστη σε Ισπανία και Ιταλία.
Το 2020 χαρακτηρίσθηκε από σημαντική βελτίωση των χρηματοδοτικών συνθηκών για τη χώρα μας, με τα Ελληνικά κρατικά ομόλογα να καταγράφουν ιστορικά χαμηλές αποδόσεις κυρίως λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στο έκτακτο QE της ΕΚΤ, το οποίο εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί τουλάχιστον έως την άνοιξη του 2022. Όλες οι δημοπρασίες του ΟΔΔΗΧ κατέγραψαν μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον αλλά και εξίσου ιστορικά χαμηλά επιτόκια, με την Ελλάδα να δανείζεται εδώ και καιρό με αρνητικά επιτόκια μέσω εντόκων γραμματίων. Είναι επίσης θετικό ότι παρά τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες καθ’ όλη τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, το κεφαλαιακό απόθεμα του κράτους παρέμεινε στα επίπεδα των 31 δισ. ευρώ.
Το υπουργείο Οικονομικών θέλοντας να αξιοποιήσει τη συγκυρία και να κάνει ακόμη πιο ελκυστικό το προφίλ του Ελληνικού χρέους αναμένεται να προχωρήσει σε νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων το 2021 με ένα συνολικό ποσό που θα κυμανθεί από 8 έως 12 δισ. Ευρώ. Η πρώτη έξοδος στις αγορές για τη νέα χρονιά πραγματοποιήθηκε με την έκδοση 10ετούς τίτλου με νέο ιστορικό χαμηλό επιτόκιο 0,807% αντλώντας 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ οι προσφορές έφτασαν τα 29 δισ. ευρώ, σχεδόν δέκα φορές πάνω από την αρχική ζήτηση. Το Ελληνικό Δημόσιο θα αποπληρώσει περίπου 3,6 δισ. ευρώ χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που συνεπάγεται ότι θα απομείνει οφειλή μικρότερη των 2 δισ. ευρώ, από τα 8,4 που χρωστούσε συνολικά. Υπενθυμίζουμε ότι είχε προηγηθεί μία ακόμη μερική αποπληρωμή 2,7 δισ. το 2019.
Το 2020 αποτέλεσε επίσης ίσως την πιο ενδιαφέρουσα χρηματιστηριακή χρονιά για το Ελληνικό χρηματιστήριο, τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία και θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις φάσεις: το πρώτο δίμηνο της ευφορίας και τις 948 μονάδες, το επόμενο οκτάμηνο της έντονης πτώσης και της στασιμότητας που ακολούθησε κυρίως λόγω του χαμηλού όγκου συναλλαγών, οδηγώντας τον δείκτη στις 484 μονάδες και το τελευταίο δίμηνο της επιθετικής ανάκαμψης, που αν και δεν κατόρθωσε να καλύψει πλήρως τις ζημιές του χρόνου, έβαλε την παρακαταθήκη για ένα καλύτερο 2021. Το Ελληνικό χρηματιστήριο, το μοναδικό αναδυόμενο στην ευρωζώνη, δείχνει να έχει επανέλθει στο ραντάρ των διεθνών διαχειριστών μετά από παρατεταμένη περίοδο συνεχούς αποεπένδυσης από αυτό.
Η σταδιακή εξομάλυνση της πανδημίας με μια αμεσότερη άρση των μέτρων περιορισμού και η ορθή διαχείριση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, θα βοηθήσουν την πραγματική οικονομία, ενώ με τη βελτίωση των συνθηκών στον τουρισμό αναμένεται να καλυφθεί σημαντικό μέρος από το χαμένο έδαφος. Κρίσιμης σημασίας θα είναι η κινητικότητα, στη διαδικασία της εξυγίανσης των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών μέσα στη χρονιά με την όποια θετική εξέλιξη να εκτιμάται ότι θα αποτυπώνεται δυναμικά στις τιμές. Πέρα από τις επιπτώσεις της πανδημίας, ένας επιπρόσθετος παράγοντας προσοχής είναι η γεωπολιτική αβεβαιότητα που προσδίδει η σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία, με πιθανές νέες εντάσεις να επηρεάσουν αρνητικά την Ελληνική αγορά.
Πορεία Αγορών 19/2/20-23/3/20 και από 23/3/20-11/2/21* (19/2: έναρξη Bear Market – έντονης πτώσης των αγορών, 23/3: έναρξη ανάκαμψης αγορών)