Από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής προκύπτει ότι η ιδιωτική κατανάλωση είχε τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2023, καθώς η συνολική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,8%, λαμβάνοντας ώθηση από την αύξηση των ονομαστικών μισθών και της απασχόλησης, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν κατά 4%, με τις ισχυρότερες επιδόσεις να καταγράφονται στον τομέα των κατοικιών και στις κατασκευές. Οι εξαγωγές εμφάνισαν αύξηση 3,7%, εν μέσω ενός δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ οι εισαγωγές ενισχύθηκαν κατά 2,1%.
Οι οικονομικές επιπτώσεις από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, οι χαμηλότεροι των αναμενόμενων ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων (λόγω του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης, των επιπτώσεων που έχουν οι γεωπολιτικές εντάσεις αλλά και των καθυστερήσεων στην εκτέλεση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης) καθώς και η δυσμενής επίδραση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος στις εξαγωγές, είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να κινηθεί το 2023 ελαφρώς χαμηλότερα από τις επίσημες προβλέψεις. Υπενθυμίζεται ότι ο στόχος της ανάπτυξης που είχε τεθεί στον προϋπολογισμό ανερχόταν στο 2,4%.
Κατόπιν τούτων, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2024 τίθενται σε νέα βάση, με την Τράπεζα της Ελλάδος να αναθεωρεί τον στόχο της στο 2,3% από 2,5% προηγουμένως. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιμένει ρυθμούς 2% φέτος και η Κομισιόν 2,3%, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών για 2,9% βρίσκεται υπό αναθεώρηση. Οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αποτελέσουν τους μοχλούς της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, ενώ η συνεισφορά του εξωτερικού τομέα προβλέπεται οριακά αρνητική.
Η ευρωπαϊκή οικονομία μετά βίας αναπτύχθηκε το 2023 και οι προοπτικές για το 2024 παραμένουν υποτονικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προχωρήσει σε τρεις υποβαθμίσεις των προβλέψεών της για την Ευρωζώνη από τον Μάιο, όταν είχε εκτιμήσει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα εμφάνιζε ανάπτυξη 1,6% φέτος. Πλέον, περιμένει ανάπτυξη μόλις 0,8% για το 2024, δηλαδή ελαφρώς υψηλότερη από το 0,5% που καταγράφηκε το 2023. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, που έπαιξε τα προηγούμενα χρόνια τον ρόλο της ατμομηχανής της ανάπτυξης, εξελίσσεται πλέον σε «βαρίδι» για την Ευρωζώνη, καθώς οι προβλέψεις μιλούν για αύξηση του ΑΕΠ της μόλις κατά 0,3% φέτος, έπειτα από μείωση 0,3% το 2023.
Η αδύναμη οικονομία, σε συνδυασμό με την αισθητή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που αναμένεται σύμφωνα με την Κομισιόν να κλείσει φέτος στο 2,7% και να πλησιάσει τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για 2% έως το τέλος του 2025, εκτιμάται ότι ανοίγουν τον δρόμο για τη μείωση των επιτοκίων, έπειτα από τον επιθετικό κύκλο σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής που προηγήθηκε. Οι δηλώσεις των αξιωματούχων της ΕΚΤ μαρτυρούν ότι μια μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Ιουνίου μπορεί να θεωρείται βέβαιη. Αυτό που μένει να φανεί είναι πόσο γρήγορα θα μειωθούν τα επιτόκια, με τις προβλέψεις της αγοράς αλλά και των ξένων αναλυτών να μιλούν για τρεις ή τέσσερις κινήσεις (των 25 μονάδων βάσης η κάθε μία) συνολικά μέσα στο 2024. Το ερώτημα πλέον είναι εάν θα πραγματοποιηθούν συνολικά τρεις ή τέσσερις κινήσεις (των 25 μονάδων βάσης η κάθε μία) μέσα στο 2024, ειδικά καθώς τα νέα δεδομένα δείχνουν ότι η Federal Reserve θα προχωρήσει σε λιγότερες μειώσεις επιτοκίων, αφού ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ αποδεικνύεται πιο επίμονος από ό,τι αναμενόταν.